Hellenic Financial Stability FundHellenic Financial Stability FundHellenic Financial Stability Fund

Στρατηγική Αποεπένδυσης

Στρατηγική Αποεπένδυσης

Το ισχύον νομικό πλαίσιο λειτουργίας του ΤΧΣ, ορίζει το τέλος του 2025 ως ημερομηνία λήξης της λειτουργίας του Ταμείου και αναβαθμίζει τον στόχο της αποεπένδυσης ως ισάξιο με τη συμβολή του στη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος προς όφελος του δημοσίου συμφέροντος.

Η Στρατηγική Αποεπένδυσης στηρίζεται στις αρχές που ορίζονται στο νομικό πλαίσιο λειτουργίας του ΤΧΣ καθώς και σε όλες τις σχετικές νομικές και κανονιστικές διατάξεις. Το Ταμείο έχει σκοπό να διαθέσει τις συμμετοχές του στις συστημικές Ελληνικές τράπεζες εγκαίρως σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που θέτει ο νόμος (δηλαδή την 31η Δεκεμβρίου του 2025), εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την εύλογη αξία του χαρτοφυλακίου του.

Η Στρατηγική Αποεπένδυσης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που ορίζονται στον νόμο του Ταμείου, προωθεί τον ανταγωνισμό και τη διαφάνεια και λαμβάνει υπόψη τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές τόσο όσον αφορά στην πώληση μετοχών μέσω της ελεύθερης αγοράς (Πώληση μέσω της Κεφαλαιαγοράς) ή και σε συγκεκριμένο επενδυτή/ομάδα επενδυτών (Ιδιωτική Πώληση). Η Στρατηγική Αποεπένδυσης καθορίζει τις βασικές αρχές, τους τρόπους λειτουργίας και τις εναλλακτικές μεθόδους συναλλαγών που θα ακολουθήσει το Ταμείο σε σχέση με την πώληση μετοχών στις συστημικές τράπεζες.

Στο πλαίσιο της προτεραιότητας που δίνει το ΤΧΣ στην αποεπένδυση, θα εντοπίσει τις ευκαιρίες για την έναρξη και υλοποίηση καλά σχεδιασμένων συναλλαγών με τον πλέον συμφέροντα τρόπο, πάντα σε συμμόρφωση με το ισχύον νομικό πλαίσιο. Θα αναλάβει πρωτοβουλίες και παράλληλα θα εξετάσει τυχόν προσεγγίσεις από επενδυτές και προτάσεις που ενδέχεται να υποβάλουν οι Τράπεζες.

Πριν αποφασίσει να προχωρήσει σε πώληση μετοχών, το ΤΧΣ θα λάβει υπόψη τις υποχρεώσεις του για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα καθώς και την εξασφάλιση της εύλογης αξίας των συμμετοχών του. Κατά την υλοποίηση των συναλλαγών, το ΤΧΣ θα ακολουθήσει μια διαφανή και διαγωνιστική διαδικασία, διατηρώντας παράλληλα την αρμόζουσα εμπιστευτικότητα για την κάθε συναλλαγή.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποεπένδυσης, το Ταμείο θα επιδιώξει να ενισχύσει την αξία του χαρτοφυλακίου του. Ο σχεδιασμός, η δομή, η διαδικασία και η υλοποίηση των επιμέρους συναλλαγών θα είναι προσαρμοσμένα στις συνθήκες της αγοράς και στις επιδόσεις των Τραπεζών. Το ΤΧΣ δεν θα δεσμευτεί σε συγκεκριμένο χρονισμό ή αλληλουχία συναλλαγών εντός του συνολικού πλαισίου αποεπένδυσης, προκειμένου να μην επιβαρυνθεί η αξία των μετοχών. Επιπλέον, δεν θεωρεί ότι οι μεμονωμένες συναλλαγές αποτελούν σημείο αναφοράς για τις επόμενες, που θα σχεδιαστούν και θα εκτελεστούν υπό τις τότε επικρατούσες συνθήκες. Ειδικότερα, αν και η τιμή (ή και οι άλλοι όροι) που ορίζεται σε οποιαδήποτε μεμονωμένη συναλλαγή θα αποτελεί σημαντικό σημείο αναφοράς, δεν συνεπάγεται ότι οι επόμενες συναλλαγές για την ίδια κατηγορία μετοχών θα πρέπει να πραγματοποιούνται στην ίδια ή υψηλότερη τιμή (ή στους ίδιους ή καλύτερους όρους), εφόσον παραμένουν συνεπείς με τη Στρατηγική Αποεπένδυσης.

Στις δομές συναλλαγών όπου το ΤΧΣ θα πρέπει να αποφασίσει για την κατανομή μετοχών σε επενδυτές, θα εφαρμόσει μια πολιτική κατανομής προσαρμοσμένη στις ειδικές περιστάσεις, η οποία λαμβάνει υπόψη τους στόχους του Ταμείου βάσει της Στρατηγικής Αποεπένδυσης, τις υποχρεώσεις του για χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις Βασικές Αρχές και τις συγκεκριμένες περιστάσεις για κάθε συναλλαγή. Η επιλογή των επενδυτών θα εξαρτηθεί από τη μέθοδο πώλησης αλλά θα βασίζεται σε μια διαφανή, αμερόληπτη και ανταγωνιστική διαδικασία. Κατ’ αρχήν, το Ταμείο ευνοεί στρατηγικούς επενδυτές για σημαντικά πακέτα των μετοχών του, όπως διεθνώς αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μακροπρόθεσμους επενδυτές (π.χ. Μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια που έχουν ήδη ιστορικό επενδύσεων σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, οικογενειακά γραφεία) χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, καθώς και άλλους επενδυτές εκτός του τραπεζικού τομέα με σημαντική τεχνογνωσία που θεωρείται ότι θα ενισχύσουν την ικανότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα να ανταποκριθεί στις περιβαλλοντικές και τεχνολογικές προκλήσεις της σύγχρονης εποχής.